- ωάτον
- τὸ, και ᾠατός και ᾠωτός και ᾠοτός, ὁ, Μ(βυζ.) το τρίκλινο τού Μεγάλου Παλατιού στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο ονομαζόταν έτσι, επειδή ο τρούλλος του είχε ωοειδές σχήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ovatus < ovum «αβγό»].
Dictionary of Greek. 2013.